- μυλῶσιν
- μυλόομαιto be hardenedpres subj mp 2nd sg (epic)μυλώνmill-housemasc dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μύλωσιν — μυλών mill house masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμυλαία — ἡ, Α 1. η προστάτιδα τών μύλων θεά 2. (κατά τον Ησύχ.) «θεὸς ἱδρυμένη ἐν τοῑς μύλωσι» 3. (κατά τον Φώτ.) «θεὸς προμύλιος ἣν ἀφίδρυντο ἐν τοῑς μύλωσιν ὡς εὔνοστον». [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + μύλος / μύλη + κατάλ. αῖος] … Dictionary of Greek